- ζιβέτιο
- Η ανώτερη από τις δύο βαθμίδες, από τις οποίες αποτελείται η μέση δεβόνια υποδιάπλαση των στρωμάτων του παλαιοζωικού συστήματος. Ανάμεσα στις θαλάσσιες εναποθέσεις του ζ. υπερέχουν τα ανθρακικά πετρώματα (ασβεστόλιθοι). Είναι διαδεδομένες επίσης οι εναποθέσεις που παρουσιάζονται με κοκκινόχρωμους ψαμμίτες και άργιλο. Στις εναποθέσεις αυτές υπάρχουν και κοιτάσματα πετρελαίου, βωξίτη και λιθανθράκων. Στρώματα του ζ. παρουσιάζονται στην περιοχή των Αρδενών.
Dictionary of Greek. 2013.